μπάρα
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
(I)
η
1. μεταλλική ράβδος που ασφαλίζει την πόρτα, σύρτης, αμπάρα
2. κάθετη, οριζόντια ή λοξή γραμμή που χωρίζει στίχους, μουσικούς φθόγγους ή κλάσματα
3. στον πληθ. οι μπάρες
α) δύο κάθετες γραμμές οι οποίες χωρίζουν διάφορες σημασίες λέξεων σε κείμενο
β) (στην ενόργανη γυμναστική) ειδική κατασκευή για την εκτέλεση ορισμένων ασκήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barra < λατ. barra].
(II)
η
τέλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. bara].