μπέσα
Greek Monolingual
η
1. αμοιβαίος λόγος τιμής για επιβεβαίωση φιλίας, συνεργασίας ή βοήθειας (α. «μπέσα σού λέω για ό,τι συμφωνήσαμε» β. «δώσανε μπέσα» — έδωσαν λόγο αμοιβαίας πίστης ή συμφιλιώθηκαν)
2. (κατ' επέκτ.) αξιοπιστία, εμπιστοσύνη («δεν έχει μπέσα» — είναι άνθρωπος που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευθεί, είναι αναξιόπιστος)
3. φρ. «μπέσα για μπέσα» — σύμφωνοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. bese].