αξιοπιστία

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀξιοπιστία)
ιδιότητα του αξιόπιστου
αρχ.
το να φαίνεται κάτι εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.