μποτίλια

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. γυάλινο δοχείο με στενό λαιμό για νερό ή άλλα υγρά, φιάλη, μπουκάλα
2. φιάλη υγραερίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. bottiglia < μσν. λατ. butticula, υποκορ. του buta < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (πρβλ. βυτίο].