μυδροκτυπώ
Greek Monolingual
μυδροκτυπῶ, -έω (Α) μυδροκτύπος
(για τον Ήφαιστο) σφυρηλατώ πυρακτωμένο σίδερο («κορυφαῑς δ'έν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῑ Ἥφαιστος», Αισχύλ.).
μυδροκτυπῶ, -έω (Α) μυδροκτύπος
(για τον Ήφαιστο) σφυρηλατώ πυρακτωμένο σίδερο («κορυφαῑς δ'έν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῑ Ἥφαιστος», Αισχύλ.).