μυδροκτύπος

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυδροκτύπος Medium diacritics: μυδροκτύπος Low diacritics: μυδροκτύπος Capitals: ΜΥΔΡΟΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: mydroktýpos Transliteration B: mydroktypos Transliteration C: mydroktypos Beta Code: mudroktu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, forging red-hot iron, μ. μίμημα in the manner of a smith smiting iron, E.HF992.

German (Pape)

[Seite 213] glühendes Eisen hämmernd, schmiedend, Eur. Herc. f. 992.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui bat le fer rouge, forgeron.
Étymologie: μύδρος, κτύπος.

Greek Monolingual

μυδροκτύπος, -ον (Α)
αυτός που σφυρηλατεί πυρακτωμένο σίδηρο, σιδηρουργός («μυδροκτύπου μίμημ' ὑπὲρ κάρα βαλὼν ξύλον καθῆκε παιδὸς εἰς ξανθὸν κάρα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + κτύπος (< κτυπώ), πρβλ. ομβροκτύπος.

Greek Monotonic

μυδροκτύπος: σφυρηλάτηση πυρακτωμένου σίδερου, μυδροκτύπος μίμημα, ο τρόπος του σιδηρουργού που σφυρηλατεί το σίδερο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μυδροκτύπος: кующий раскаленное железо: μιδροκτύπον μίμημα Eur. жестом кующего кузнеца.

Middle Liddell

μυδρο-κτύπος, ον
forging red-hot iron, μ. μίμημα the manner of a smith smiting iron, Eur.

English (Woodhouse)

forging iron

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)