μυέλωμα

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ιατρ. νεοπλασματική υπερπλασία του μυελού τών οστών αποτελούμενη από πλασματοκύτταρα και συνοδευόμενη από διαταραχές τών πρωτεϊνών του πλάσματος, αλλ. πολλαπλό μυέλωμα ή πλασματοκυττάρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelome (< μυελός + κατάλ. -ωμα)].