μυλόεις

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A made of a millstone, στέρνον θυείης Nic.Th.91; μ. λίθος Nonn.D.5.45.

German (Pape)

[Seite 217] εσσα, εν, = Vorigem; Nic. Ther. 91 στέρνῳ μυλόεντι θυείης, aus einem Mühlsteine gemacht; auch λίθος, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλόεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Νικ. Θ. 91.

Greek Monolingual

μυλόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -όεις (πρβλ. πυργ-όεις)].