μύειος

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

[ῠ], ον, (μῦς)

   A of, belonging to mice, An.Ox.2.286.

German (Pape)

[Seite 213] von Mäusen (?).

Greek (Liddell-Scott)

μύειος: -ον, (μῦς) ὁ ἀνῆκων εἰς τοὺς μῦς, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 286.

Greek Monolingual

μύειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + κατάλ. -ειος
(πρβλ. τύμβ-ειος)].