-άω (ΑΜ μυζῶ, Α ιων. τ. μυζέω)ρουφώ με το στόμα την υγρή ουσία που περιέχεται κάπου, βυζαίνω, πιπιλίζω («η μέλισσα μυζά τον χυμό του άνθους»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος από το θ. μυζη- του αόρ. ἐ-μύζη-σα του μύζω (II) «πιπιλίζω, ρουφώ»].