μυκήτωση

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. νοσηρός σχηματισμός μυκήτων σε διάφορα σημεία του οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycose (< μύκης «μύκητας» + κατάλ. -ωση)].