ὀξύβαφον και ὀξόβαφον, τὸ (Α)1. μικρό δοχείο για το ξίδι, αγγείο ξιδιού, ξιδερό2. είδος μικρού πήλινου ποτηριού3. μονάδα μέτρησης, ισοδύναμη με το 1/4 της κοτύλης, περίπου 1/8 της λίτρας4. μικρό είδος κυμβάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + βάπτω.