οιησίσοφος
Greek Monolingual
οἰησίσοφος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο δοκησίσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + σοφός (πρβλ. δοκησί-σοφος)].
οἰησίσοφος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο δοκησίσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + σοφός (πρβλ. δοκησί-σοφος)].