δοκησίσοφος
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
English (LSJ)
δοκησίσοφον, wise in one's own conceit, Ar.Pax44, Antipho Soph.105, Ph.1.122; δ. φρόνημα ib.605.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que se considera sabio, que presume de sabio νεανίας Ar.Pax 44, cf. Antipho Soph.B 105, ψευδοῦς δόξης ἑταῖροι δοκησίσοφοι Ph.1.235, νοῦς Ph.1.164, ψυχή Ph.1.698, φρόνημα Ph.1.605
•subst. ὁ δ. sabiondo Ph.1.122, 457, Clem.Al.Strom.1.17.87, 18.88, Eus.VC 3.56.1, Cyr.Al.M.71.764B.
German (Pape)
[Seite 653] sich weise dünkend, Ar. Pax 44 u. Sp., wie Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se croit sage ou habile.
Étymologie: δόκησις, σοφός.
Russian (Dvoretsky)
δοκησίσοφος: считающий себя мудрецом Arph.
Greek (Liddell-Scott)
δοκησίσοφος: -ον, οἰόμενος ἑαυτὸν σοφὸν εἶναι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 44.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δοκησίσοφος, -ον)
αυτός που νομίζει πως είναι σοφός, μωρόσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δόκησις + σοφός.
Greek Monotonic
δοκησίσοφος: -ον, αυτός που φαντάζεται ότι είναι σοφός, κατά φαντασίαν σοφός, σε Αριστοφ.