μύρσος

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ὁ,

   A basket, μ. ὠτώεντα Call.Fr.anon.102, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 222] ein Korb, poet. bei E. M. 595, 33.

Greek (Liddell-Scott)

μύρσος: «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος» Ἡσύχ.˙ μ. ὠτώεντα Ποιητ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 595. 34. (Συγγενὲς τῷ ὑρισσός, ὑρίσκος, ἴδε ἐν λ. ὑριχὸς καὶ πρβλ. Μμ. ΙΙ. 5).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corbeille à deux anses.
Étymologie: DELG orig. inconnue.

Greek Monolingual

μύρσος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα μάραθον, μόργος δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.].