μυστικιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυστικισμό ή στους μυστικιστές, αυτός που ρέπει προς τον μυστικισμό.
επίρρ...
μυστικιστικά
με μυστικιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].