μωροπιστία
Greek Monolingual
η
το γνώρισμα, η ιδιότητα του μωρόπιστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Κοκκώνη].
η
το γνώρισμα, η ιδιότητα του μωρόπιστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Κοκκώνη].