μωρόπιστος

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106

Greek Monolingual

η, -ο
εύπιστος από έλλειψη πείρας ή από ακρισία, αφελής, άκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + πιστός (πρβλ. αξιόπιστος, καλόπιστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].