μωρόπιστος

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

η, -ο
εύπιστος από έλλειψη πείρας ή από ακρισία, αφελής, άκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + πιστός (πρβλ. αξιόπιστος, καλόπιστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].