γνώρισμα

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνώρισμα Medium diacritics: γνώρισμα Low diacritics: γνώρισμα Capitals: ΓΝΩΡΙΣΜΑ
Transliteration A: gnṓrisma Transliteration B: gnōrisma Transliteration C: gnorisma Beta Code: gnw/risma

English (LSJ)

τό,
A that by which a thing is made known, mark, token, X.Cyr.2.1.27 (pl.), Arist.Phgn.806a15, etc.; ἴχνη καὶ γ. Plu.2.855b: in plural, tokens by which a lost child is recognized, Men.Epit.86, Plu.Thes.4, etc.: also in sg., Parth.1.5.
2 in criminal trials, corpus delicti, PMasp.143.16, al. (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I concr.
1 marca, señal, indicio X.Cyr.2.1.27, Arist.Phgn.806a15, Luc.DMort.6.4, Numen.2.4, τοῦ κάλλους γνωρίσματα muestras de belleza Aristaenet.1.16.16, unido a ἴχνη Plu.2.855b, τὰ γνωρίσματα τῆς ἀληθείας Ph.1.181, τὸ θαυμαστὸν γ. τῆς εὐταξίας Lyd.Mag.3.20, προσετέθησαν τοῖς τῆς βασιλείας γνωρίσμασι se añadieron a los emblemas de la realeza Lyd.Mag.1.8
prenda de identificación Men.Epit.155, Parth.1.4, Plu.Thes.4.
2 de pers. facciones, rasgos del rostro, Ach.Tat.1.13.3.
3 jur. cuerpo del delito, prueba de un hurto τῶν κλεψάντων τὰ ἐμὰ θρέμματα, παρ' ὧν γνωρίσματα ὤφθησαν PMasp.143.re.21, cf. 18, 19 (VI d.C.)
plu. pruebas esp. documento justificativo τὰ γνωρίσματα τῆς δεσποτίας παραστῆσον POxy.3758.110 (IV d.C.).
II abstr.
1 símbolo, signo τῆς αὐτοῦ διαδοχῆς Eus.DE 1.6
prueba del mesianazgo de Cristo, Iust.Phil.Dial.88.6.
2 característica, rasgo distintivo, carácter τῆς φύσεως ἡμῶν Gr.Nyss.Or.Catech.40, del bautismo, Basil.M.31.432C, de Dios, Ath.Al.Decr.17, Gr.Nyss.Diff.Ess.6.
3 significado Leont.H.Nest.M.86.1705D.

German (Pape)

[Seite 499] τό, Kennzeichen, Merkmal; Xen. Cyr. 2, 1, 13; Luc. D. Mort. 20, 4; plur., Plut. Thes. 4, 7; καὶ ἴχνη διηγήσεως de Her. malign. 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qui fait reconnaître, marque, signe.
Étymologie: γνωρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνώρισμα -ατος, τό γνωρίζω kenmerk, herkenningsteken.

Russian (Dvoretsky)

γνώρισμα: ατος τό (при)знак, примета Xen., Arst., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

γνώρισμα: τό, ἐκεῖνο δι’ οὗ πρᾶγμά τι γίνεται γνωστόν, σημεῖον, τεκμήριον, Ξεν. Κύρ. 2.1, 27, Ἀριστ. Φυσιογν. 1, ἐν τέλ.· γνωρίσματα, σημεῖα δι’ ὧν ἀπολεσθὲν παιδίον ἀναγνωρίζεται, Πλούτ. Θησ. 4. κτλ.

Greek Monolingual

το (AM γνώρισμα) γνωρίζω
διακριτικό σημείο, σημάδι με το οποίο αναγνωρίζεται κάποιος
μσν.
αναγνώριση.

Greek Monotonic

γνώρισμα: -ατος, τό (γνωρίζω), αυτό μέσω του οποίου κάτι γίνεται γνωστό, τεκμήριο, σημάδι, σε Ξεν.· γνωρίσματα, σημάδια βάσει των οποίων ένα χαμένο παιδί αναγνωρίζεται, σε Πλούτ.

Middle Liddell

γνωρίζω
that by which a thing is made known, a mark, token Xen.; γνωρίσματα tokens by which a lost child is recognised, Plut.