μύσαγμα

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A = μύσος, A.Supp.995.

German (Pape)

[Seite 222] τό, die Befleckung, Alles was befleckt; τό τ' εἰπεῖν εὐπετὲς μύσαγμά πως, Aesch. Suppl. 973.

Greek (Liddell-Scott)

μύσαγμα: τό, (μῠσάττομαι) = μύσος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 995.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action ou parole abominable, souillure.
Étymologie: μυσάττομαι.

Spanish

suciedad

Greek Monolingual

μύσαγμα, τὸ (Α)
μίασμα, βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαγ- του μυσάττομαι «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» + κατάλ. -μα (πρβλ. πράττω - πράγμα)].