μυογράφημα

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μυόγραμμα, το η γραφική παράσταση της συστολής ενός μυός, η οποία επιτυγχάνεται με τον μυογράφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myograph / myogram (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + γράφημα / γράμμα < γράφω)].