ναυτασφάλεια

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
(νομ.) η ασφάλιση εμπορικού πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος σε κατάλληλο ασφαλιστικό οργανισμό κατά τών θαλάσσιων κινδύνων, αλλ. ναυτασφάλιση ή θαλάσσια ασφάλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + ασφάλεια].