ναυτασφάλιση
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
η
(νομ.) η ναυτασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + ασφάλιση].
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
η
(νομ.) η ναυτασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + ασφάλιση].