ναυτασφάλιση

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

η
(νομ.) η ναυτασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + ασφάλιση].