νεκροκομίζω

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

   A take care of the dead, Eust.1080.51.

Greek Monolingual

νεκροκομίζω ή νεκροκομῶ, -έω (Α) νεκροκόμος
φροντίζω για την ταφή τών νεκρών, στολίζω νεκρούς, κηδεύω.