νεκυοπομπός

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

(sc. λίμνη), ἡ, name of a mythical lake, Sch.Od.p.5 Buttm. (cf. Jo. Malal.p.121).

Greek (Liddell-Scott)

νεκυοπομπός: νεκροπομπός, ὁ πέμπων τοὺς νεκρούς, Ἰω. Μαλαλ. σ. 121, 8, κλ.

Greek Monolingual

νεκυοπομπός, -όν (Μ)
νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη
2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» — ονομασία μυθικής λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο-πομπός, νεκρο-πομπός.