νεόποκος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ον,

   A newly shorn, μαλλός S.OC475.

German (Pape)

[Seite 243] neu, eben erst abgeschoren, οἰὸς νεοπόκῳ μαλλῷ, Soph. O. C. 476, nach Canters Em. für νεοτόκῳ.

Greek (Liddell-Scott)

νεόποκος: -ον, ὁ νεωστὶ κουρευθείς, μαλλὸς Σοφ. Ο. Κ. 475.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fraîchement tondu.
Étymologie: νέος, πείκω.

Greek Monolingual

νεόποκος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κουρεύτηκε πρόσφατα, φρεσκοκουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποκος (< ποκή < πέκω «κουρεύω»), πρβλ. έμ-ποκος, εύ-ποκος].