νεόποκος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
νεόποκον, newly shorn, μαλλός S.OC475.
German (Pape)
[Seite 243] neu, eben erst abgeschoren, οἰὸς νεοπόκῳ μαλλῷ, Soph. O. C. 476, nach Canters Em. für νεοτόκῳ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fraîchement tondu.
Étymologie: νέος, πείκω.
Russian (Dvoretsky)
νεόποκος: недавно состриженный (μαλλός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόποκος: -ον, ὁ νεωστὶ κουρευθείς, μαλλὸς Σοφ. Ο. Κ. 475.
Greek Monolingual
νεόποκος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κουρεύτηκε πρόσφατα, φρεσκοκουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποκος (< ποκή < πέκω «κουρεύω»), πρβλ. έμποκος, εύποκος].
Greek Monotonic
νεόποκος: -ον, φρεσκοκουρεμένος, σε Σοφ.