νεοκηδής

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ές,

   A whose grief is fresh, θυμός Hes.Th.98.

German (Pape)

[Seite 242] ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, θυμός, Hes. Th. 98.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκηδής: -ές, ὁ ἔχων πρόσφατον θλῖψιν, Ἡσ. Θ. 98· ὡς τὰ νεοπενθής, νεοπαθής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffre d’une douleur récente.
Étymologie: νέος, κῆδος.

Greek Monolingual

νεοκηδής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλο-κηδής].