νεοκηδής
English (LSJ)
ές,
A whose grief is fresh, θυμός Hes.Th.98.
German (Pape)
[Seite 242] ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, θυμός, Hes. Th. 98.
Greek (Liddell-Scott)
νεοκηδής: -ές, ὁ ἔχων πρόσφατον θλῖψιν, Ἡσ. Θ. 98· ὡς τὰ νεοπενθής, νεοπαθής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffre d’une douleur récente.
Étymologie: νέος, κῆδος.
Greek Monolingual
νεοκηδής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλο-κηδής].