κῆδος
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
English (LSJ)
Dor. κᾶδος, κήδεος, Att. κήδους, τό, (κήδω)
A care about, c.gen., τῶν ἄλλων οὐ κῆδος = the others do not matter, Od.22.254.
2 anxiety, grief, Il.13.464, al. (v. infr.ΙΙ): mostly in plural, troubles, Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν Il.1.445; Τρώεσσι δὲ κήδε' ἐφῆπται ἐκ Διός 2.69; ὅσ' ἐμῷ ἔνι κ. θυμῷ 18.53, cf.Od.4.108; ὁππόσα κήδε' ἀνέτλης 14.47.
b esp. for the dead, funeral rites, mourning, πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ λεῖπ' Il.5.156, etc.; θάνατος καὶ κῆδος 4.270; κήδε' ἐμῶν ἑτάρων = mourning for my comrades, 22.272; κ. στονόεντα Archil.9, cf. A.Ch.469 (lyr.), Plu.Sol.12, etc.: sg., κᾶδος φθιμένου θήκασθαι Pi.P.4.112, cf. N.1.54; ἅμα κήδεϊ = when there is a death in the family, Hdt.2.36; ἐς τὸ κῆδος ἰέναι = to attend the funeral, Id.6.58, cf. SIG1218.18 (Iulis, v B.C.); ἐπὶ τὸ κῆδος ἀφικέσθαι Isoc.19.31; θυραῖον κῆδος ἐς τάφον φέρειν E.Alc.828; ὅταν οἰκεῖον… κῆδος γένηται Pl.R.605d; εἰς τὰ κήδη… οἱ συγγενεῖς ἀπαντῶσι = attend at funerals, Arist.EN1165a20.
3 object of care, Ἰλίῳ κῆδος ὀρθώνυμον, of Helen, with a play on signf. ΙΙ, A.Ag.699 (lyr.).
II connection by marriage, Hdt.7.189; κῆδος ἐγγενές A.Supp.331; κῆδος Ἀδράστου λαβών, i.e. having married his daughter, E.Ph.77, cf. S.OC379; κατ' ἐπιγαμίαν τῷ ἀσκητῇ κῆδος συνάπτειν Ph.1.553; τὸ κῆδος ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός = contract the marriage for one's own daughter, Th.2.29; so some wrongly explain Il.13.464, cf. 15.245, 16.516 (v.supr.1.2a).
German (Pape)
[Seite 1429] τό, Sorge, 1) Kummer, Betrübnis, Trauer; ὃς νῦν Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν Il. 1, 445, wie πολύστονα κήδε' ἀνέτλης Od. 14, 47; Τρώεσσι δὲ κήδε' ἐφῆπται ἐκ Διός Il. 2, 69, τῶν ἄλλων οὐ κῆδος, wegen der Andern ist keine Sorge, vor den Anderen darf uns nicht bange sein, Od. 22, 254, κήδεα θυμοῦ 14, 197. Bes. Trauer um einen Verstorbenen, τοῖσιν δ' αὖ θάνατος καὶ κήδε' ὀπίσσω ἔσσεται Il. 4, 270, vgl. 5, 156. 22, 272; κᾶδος ὡςείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι Pind. P. 4, 199, öfter; ἰὼ δύστον' ἄφερτα κήδη Aesch. Ch. 462; Ag. 683; sp. D.; auch in Prosa einzeln, wie Plat. Rep. X, 605 d. – Bestattung der Todten; θ υραῖον Eur. Alc. 831; ἐπὶ τὸ κῆδος οὐκ ἠξίωσεν ἀφικέσθαι Isocr. 19, 31; Sp., wie Plut. gol. 12 D. Hal. 11, 39. – 2) Verwandtschaft durch Heirath, Verschwägerung, wie einige alte Erkl. schon Il. 13, 463 faßten: Αἰνεία, νῦν σε μάλα χρὴ γαμβρῷ ἀμυνέμεναι εἴπερ τί σε κῆδος ἱκάνει, wo es aber nach Analogie von 15, 245. 16, 516 Trauer zu übersetzen ist; κῆδος ἐγγενὲς τὸ πρίν Aesch. Suppl. 326; προσλαμβάνων κῆδός τε καινόν Soph. O. C. 380; oft bei Eur., κῆδος Ἀδράστου λαβών Phoen. 77, vgl. Or. 750; auch in Prosa, εἰκὸς δὲ καὶ τὸ κῆδος Πανδίονα ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός, Heirath, Thuc. 2, 29; Sp., wie D. Cass. 41, 57.
French (Bailly abrégé)
ion. κήδεος, att. κήδους (τό) :
I. soin, sollicitude ; particul. en mauv. part :
1 souci, chagrin, deuil;
2 soins qu'on donne à un mort, funérailles d'ord. au plur.
3 objet de souci;
II. parenté par alliance, par mariage.
Étymologie: κήδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῆδος κήδους, zonder contr. κήδεος, τό, Dor. κᾶδος [~ κήδω] zorg, bezorgdheid, ook met gen.: τῶν δ’ ἄλλων οὐ κῆδος om de rest is er geen bezorgdheid Od. 22.254. verdriet, kwellende gedachte, vaak plur.: ὅσ’ ἐμῷ ἔνι κήδεα θυμῷ hoeveel verdriet er in mijn hart is Il. 18.53. rouw:; ἅμα κήδεϊ in tijd van rouw Hdt. 2.36.1; rouwritueel, begrafenis:. θυραῖον κῆδος ἐς τάφον φέρειν een niet-verwant ten grave dragen Eur. Alc. 828; εἰς τὰ κήδη... οἱ συγγενεῖς ἀπαντῶσι bij begrafenissen zijn de familieleden aanwezig Aristot. EN 1165a20. verwantschap door huwelijk:. κῆδος Ἀδράστου λαβών raakte door zijn huwelijk verbonden met het huis van Adrastus (d.w.z. trouwde zijn dochter) Eur. Ph. 77; τὸ κῆδος ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός het huwelijk van zijn dochter arrangeren Thuc. 2.29.3.
Russian (Dvoretsky)
κῆδος: дор. Pind. κᾶδος, εος τό
1 скорбь, горе, печаль (πολύστονον Hom.): Τρώεσσι κήδεα ἐφῆπται ἐκ Διός Hom. над троянцами нависли печали (ниспосланные) от Зевса;
2 тревога, забота: τῶν ἄλλων οὐ κ. Hom. об остальных заботиться нечего;
3 (преимущ. pl.) погребальный обряд, похороны (γόος καὶ κήδεα λυγρά Hom.; τὰ κήδη μάλιστα οἱ συγγενεῖς ἀπαντῶσι Arst.): εἰς τὸ κ. ἰέναι Her. идти на похороны;
4 родство через брак, свойство: κ. τινος λαβεῖν Eur. и κ. εἴς τινα μεθαρμόσασθαι Plut. породниться с кем-л. через брак;
5 брак: τὸ κ. ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός Thuc. выдать дочь замуж.
English (Autenrieth)
εος: care, trouble, esp. for deceased friends, mourning, Il. 4.270; pl. κήδεα, sorrows.
Greek Monolingual
κῆδος, -εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος)
κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῖδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.)
αρχ.
1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ' ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.)
2. θλίψη, ανησυχία, στενοχώρια (α. «εἴ πέρ τί σε κῆδος ἱκάνει», Ομ. Ιλ.
β. «Τρώεσσι δὲ κῆδε' ἐφῆπται ἐκ Διός», Ομ. Ιλ.)
3. πένθος, κηδεία («εἰς τὰ κήδη... οἱ συγγενεῖς ἀπαντώσι», Αριστοτ.)
4. αντικείμενο φροντίδας («Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθώνυμον», Αισχύλ.)
5. (ποιητ.) θυγατέρα («κῆδος Ἀδράστου λαβών» — αφού παντρεύθηκε τη θυγατέρα του Αδράστου, Ευρ.)
6. γάμος («εἰκός τε καὶ τὸ κῆδος Πανδίονα ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός», Θουκ.)
7. στον πληθ. τὰ κήδεα
επικήδειες τελετές, πένθη («πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρά λεῖπε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. kādos- «φροντίδα, λύπη», της ρίζας kād- «λύπη, μίσος» (πρβλ. και αρχ. ινδ. ri-śādas «αυτός που φροντίζει για τους φίλους», αβεστ. sādra «θλίψη, πόνος», τοχαρ. A kat «καταστροφή», γαλλ. hair «μίσος, αγγλ. hate, γερμ. hassen, haβ «μίσος»). Ο τ. κήδω, κήδομαι ανάγεται στην ίδια ρίζα αλλά δεν έχει ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Πιθ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο Κηδικράτης.
ΠΑΡ. κηδεμών, κηδεστής, κηδεύω
αρχ.
κήδειος, κήδεος, κήδιστος, κηδόσυνος, κηδωλός.
ΣΥΝΘ. (Με Β' συνθετικό κήδομαι)
αρχ.
αντικήδομαι, επικήδομαι, περικήδομαι, προκήδομαι. (Με Β' συνθετικό κήδος)
αρχ.
ακηδής, ανακηδής, αποκηδής, αρθροκηδής, δημοκηδής, δυσκηδής, λαθικηδής, νεοκηδής, πανακηδής, πολυκηδής, προσκηδής, φιλοκηδής, φρενοκηδής.
Greek Monotonic
κῆδος: Δωρ. κᾶδος, -εος, τό (κήδω),
I. 1. φροντίδα για τους άλλους, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
2. φροντίδες, ανησυχίες, θλίψεις, σε Όμηρ.
3. ιδίως, φροντίδα για τον νεκρό, θρήνος, μοιρολόι, στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης στον ενικ., κᾶδος φθιμένου, σε Πίνδ.· ἅμα κήδεϊ, όταν υπάρχει θάνατος στην οικογένεια, σε Ηρόδ.· ἐςτὸ κ. ἰέναι, επιμελούμαι, παρίσταμαι στην κηδεία, στον ίδ.
4. αντικείμενο φροντίδας, έγνοια, σε Αισχύλ.
II. συγγένεια μέσω γάμου, Λατ. affinitas, σε Ηρόδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
κῆδος: Δωρικ. κᾶδος, εος, τό, (κήδω) φροντὶς ἢ ἐνδιαφέρον περί τινος, μετὰ γεν., τῶν ἄλλων οὐ κῆδος Ὀδ. Χ. 254. 2) τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., φροντίδες, ἀνησυχίαι, θλίψεις Ἀργείοισι πολύστονα κήδε’ ἐφῆκεν Ἰλ. Α. 445· Τρώεσσι δὲ κήδε’ ἐφῆπται Β. 69· ὅσ’ ἐμῷ ἔνι κ. θυμῷ Σ. 53, πρβλ. Ὀδ. Δ. 108· κ. θυμοῦ Ξ. 47. β) ἰδίως ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, ἐπικήδειοι τελεταί, πένθος (πρβλ. κηδεμών, κηδεύω, κήδεος), πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ λεῖπ’ Ἰλ. Ε. 156, κτλ.· θάνατος καὶ κήδεα Δ. 270· κήδε’ ἐμῶν ἑτάρων, τὰ ἄλγη, τὰς θλίψεις τὰς ὑπὲρ αὐτῶν, Χ. 272· οὕτω παρ’ ἄλλοις ποιηταῖς, Ἀρχίλ. 8, Αἰσχύλ. Χο. 469, κτλ.· ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., κᾶδος φθιμένου θήκασθαι Πινδ. Π. 4. 200, πρβλ. Ν. 1. 84· ἅμα κήδεϊ, ὁσάκις ἐπέλθῃ θάνατος ἐν οἰκογενείᾳ, Ἡρόδ. 2. 36· ἐς τὸ κ. ἰέναι, συνοδεύειν τὴν κηδείαν, ὁ αὐτὸς 6. 58, πρβλ. Ἰσοκρ. 390D· θυραῖον κ. ἐς τάφον φέρειν Εὐρ. Ἄλκ. 828· ὅταν οἰκεῖον... κ. γένηται Πλάτ. Πολ. 605D· εἰς τὰ κήδη... οἱ συγγενεῖς ἀπαντῶσι, συνοδεύουσι τὰς κηδείας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 7. 3) ἀντικείμενον φροντίδος, φροντίς, Ἰλίῳ κῆδος ὀρθώνυμον, ὡς καλεῖται ἡ Ἑλένη μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ, Αἰσχ. Ἀγαμ. 699. ΙΙ. κηδεστία, συγγένεια διὰ γάμου, Λατ. affinitas, Ἡρόδ. 7. 189· κ. ἐγγενὲς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 330· κῆδος Ἀδράστου λαβών, δηλ. νυμφευθεὶς τὴν θυγατέρα αὐτοῦ, Εὐριπ. Φοίν. 77, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 379· ἀλλά, τὸ κ. ξυνάπτομαι τῆς θυγατρός, συνάπτω τὸν γάμον τῆς ἰδίας μου θυγατρός, Θουκ. 2. 29· καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσι τὸ χωρίον ἐν Ἰλ. Ν. 464, ἀλλά πρβλ. Ο. 245. Π. 516.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: care, mourning, funeral rites; connection by marriage, affinitas (Il.).
Other forms: Dor. κᾶδος
Compounds: As 2. member e. g. in ἀ-κηδής careless, unburried (Il.) with ἀκήδεια, -ίη, ἀκηδέω, -ιάω; also ἀ-κήδεσ-τος id. (Il.; Schwyzer 503), προσ-κηδής carefull, connected, befriended (φ 35, Hdt. 8, 136, A. R.); after προσ-φιλής?, cf. on the formation and meaning Sommer Nominalkomp. 110 n. 2, Levin ClassPhil. 45, 110f. - As 1. member in Κηδι-κράτης (IVa; Bechtel Hist. Personennamen 236; after Ἀλκι-).
Derivatives: 1. κηδεστής m. relative by marriage (Att.) with κηδεστ(ε)ία connexion by marriage, κηδέστρια f. nurse (pap.); also κηδέστωρ educator (Man.; archaising, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 139f.). 2. Adjectives: κήδε(ι)ος worth caring for, beloved, relative (Il.), ἐπικήδειος belonging to the dead, belonging to grief (E., Pl. Lg. 800e), κηδόσυνος dear (E. Or. 1017) and κηδοσύνη (dat. pl. -σύνῃσι) grief (A. R.; Wyss -σύνη 42). 3. Denomin. verb κηδεύω care for, bury, marry (Att.) with κήδευμα connexion by. (S., E.), -ευσις care (Ael., Plot.), -ευτής who cares for (Arist.), -εία connexion, burying (E., X.), from where κηδειακός who buries the dead (Pergam. IIp). - Primary superlative κήδιστος who is closest, most dear (Hom.; Seiler Steigerungsformen 82f.). - Primary verb κήδομαι, aor. ipv. κήδεσαι (A. Th. 139, lyr.), fut. κεκαδήσομαι (Θ 353), perf. κέκηδα (Tyrt. 12, 28), also with prefix, e. g. περι-, προ-, care, be cared for (Il.); also act. κήδω, fut. κηδήσω be grieved (Il.); κηδεμών who cares for, educator, protectorr (Il.; after ἡγε-μών; Schwyzer 522) with κηδεμονία care, -μονικός caring for (hell.), -μονεύω be protector (Just.); metric. enlargement κηδεμονεύς (A. R., APl.; Boßhardt Die Nom. auf -ευς 63).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [517] *ḱeh₂dos care, grief; hate?
Etymology: An r-stem alternating with the s-stem in κῆδος (: κῦδος: κυδ-ρός) is since Geldner KZ 27, 242f. supposed in Av. sādra- n. grief, pain, disaster, IE. *ḱād-os- resp. *ḱād-ro-. The s-stem Thieme Der Fremdling im RV 158f. saw in the dark riśā́das-, acc. to Th. caring for the foreigner. One adduces further a few nouns in Italic, Celtic and Germanic: Osc. cadeis malevolentiae (gen. sg.), Celt., e. g. MIr. caiss hate, also love (prop. *care?), Welsh. cawdd offensa, ira, indignatio, Germ., e. g. Goth. hatis n. hate, anger. The Germanic words all go back on a zero grade s-stem, IE. *kh₂dos- (cf. κεκαδήσομαι); the other forms are ambiguous. There is no parallel to κήδομαι in the other languages. Cf. on κεκαδών(?). The etymology depends on the question whether love and hate may be combined. - Pok. 517; on the meaning also Porzig Satzinhalte 293.
Middle Liddell
κᾶδος, εος, κήδω
I. care for others, c. gen., Od.
2. trouble, sorrow; mostly in plural troubles, Hom.
3. esp. cares for the dead, mourning, Hom., Aesch., etc.; also in sg., κᾶδος φθιμένου Pind.; ἅμα κήδεϊ when there is a death in the family, Hdt.; ἐς τὸ κ. ἰέναι to attend the funeral, Hdt.
4. an object of care, a care, Aesch.
II. connection by marriage, Lat. affinitas, Hdt., Attic
Frisk Etymology German
κῆδος: {kē̃dos}
Forms: dor. κᾶδος
Grammar: n.
Meaning: ‘Sorge, Trauer, Leichenbestattung; Verschwägerung, affinitas' (seit Il.).
Composita: Als Hinterglied z. B. in ἀκηδής sorglos, unbesorgt, unbestattet (vorw. poet. seit Il.) mit ἀκήδεια, -ίη, ἀκηδέω, -ιάω; auch ἀκήδεστος ib. (poet. seit Il.; Schwyzer 503), προσκηδής etwa sorgenvoll, verschwägert, befreundet (φ 35, Hdt. 8, 136, A. R. u. a.); nach προσφιλής?, vgl. zur Bildung und Bedeutung Sommer Nominalkomp. 110 A. 2, Levin ClassPhil. 45, 110f. — Als Vorderglied in Κηδικράτης (IVa; Bechtel Hist. Personennamen 236; nach Ἀλκι- u. a.).
Derivative: Ableitungen: 1. κηδεστής m. Heiratsverwandter, Verschwägerter (att. usw.) mit κηδεστ(ε)ία Verschwägerung, κηδέστρια f. Pflegerin (Pap.); auch κηδέστωρ Fürsorger (Man.; archaisierend, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 139f.). 2. Adjektiva: κήδε(ι)ος der Sorge wert, geliebt, verschwägert (poet. seit Il.), ἐπικήδειος zur Leiche, Trauer gehörig (E., Pl. Lg. 800e, spät; Hypostase), κηδόσυνος lieb (E. Or. 1017) und κηδοσύνη (Dat. pl. -σύνῃσι) Betrübnis (A. R.; Wyss -σύνη 42). 3. Denominatives Verb κηδεύω besorgen, bestatten, vermählen (att. usw.) mit κήδευμα Verschwägerung (S., E.), -ευσις Sorge (Ael., Plot.), -ευτής Besorger (Arist.), -εία Verwandtschaft, Bestattung (E., X. usw.), wovon κηδειακός Leichenbestatter (Pergam. IIp). — Primärer Superlativ κήδιστος am nächstenstehend, der liebste, teuerste (Hom.; Seiler Steigerungsformen 82f.). — Primäres Verb κήδομαι, Aor. Ipv. κήδεσαι (A. Th. 139, lyr.), Fut. κεκαδήσομαι (Θ 353), Perf. κέκηδα (Tyrt. 12, 28), auch mit Präfix, z. B. περι-, προ-, sorgen, besorgt sein, sich kümmern (seit Il.); auch Akt. κήδω, Fut. κηδήσω besorgt machen, betrüben (ep. eleg. seit Il.); davon κηδεμών Besorger, Fürsorger, Beschützer (seit Il.; nach ἡγεμών; Schwyzer 522) mit κηδεμονία Pflege, Fürsorge, -μονικός fürsorglich (hell. u. spät), -μονεύω Beschützer sein (Just.); metrische Erweiterung κηδεμονεύς (A. R., APl.; Boßhardt Die Nom. auf -ευς 63).
Etymology: Ein mit dem s-Stamm in κῆδος alternierender r-Stamm (: κῦδος: κυδρός) wird seit Geldner KZ 27, 242f. in aw. sādra- n. Leid, Wehe, Unheil vermutet, idg. *ḱād-os- bzw. ḱād-ro-. Den s-Stamm hat Thieme Der Fremdling im RV 158f. in dem dunklen riśā́das-, nach Th. für den Fremdling sorgend, wiederfinden wollen. In Betracht kommen ferner einige Nomina aus dem Italischen, Keltischen und Germanischen: osk. cadeis makevokentiae (Gen. sg.), kekt., z. B. mir. caiss Haß, auch Liebe (eig. *Sorge?), kymr. cawdd offensa, ira, indignatio, germ., z. B. got. hatis n. Haß, Zorn. Die germanischen Wörter gehen alle auf einen schwachstufigen s-Stamm zurück, idg. *ḱədos- (vgl. κεκαδήσομαι); die übrigen Formen sind mehrdeutig. Zum primären κήδομαι bieten die übrigen Sprachen kein Gegenstück. Vgl. zu κεκαδών. — WP. 1, 340f., Pok. 517 m. Lit.; zur Bedeutung noch Porzig Satzinhalte 293 und v. Windekens Sprache 4, 133, der die herkömmliche Etymologie verwirft und dafür eine pelasgische Erklärung gibt.
Page 1,836-837
English (Woodhouse)
alliance by marriage, connection by marriage, kinship by marriage, relationship by marriage, ties of friendship, ties of relationship, union by marriage