νέρτατος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

η, ον,

   A = ἐνέρτατος, lowest, Hsch.

German (Pape)

[Seite 246] = ἐνέρτατος, der unterste, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νέρτατος: -η, -ον, = ἐνέρτατος, «ἔσχατος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νέρτατος, -άτη, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνέρτατος, ἔσχατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του νέρτερος].