νεφρομήτρα
Greek Monolingual
νεφρομήτρα, ἡ (Α)
συν. στον πληθ. αἱ νεφρομῆτραι
το σύνολο τών γύρω από την οσφύ μυών μέσα στους οποίους βρίσκονται οι νεφροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + μήτρα.
νεφρομήτρα, ἡ (Α)
συν. στον πληθ. αἱ νεφρομῆτραι
το σύνολο τών γύρω από την οσφύ μυών μέσα στους οποίους βρίσκονται οι νεφροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + μήτρα.