νεφρομήτρα

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

νεφρομήτρα, ἡ (Α)
συν. στον πληθ. αἱ νεφρομῆτραι
το σύνολο τών γύρω από την οσφύ μυών μέσα στους οποίους βρίσκονται οι νεφροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + μήτρα.

German (Pape)

ἡ, d.i. νεφρῶν μήτηρ, gew. im plur. die Lendenmuskeln, innerhalb deren die Nieren liegen, Medic. Bei Ath. IX.399b νευρομήτρα, und so auch sonst in Vetera Lexica.