[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A gloss on νεωρός, Hsch.
νεωριοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων νεώριον, Ἡσύχ.
νεωριοφύλαξ, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) νεωρός, φύλακας νεωρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + φύλαξ.