το (Μ νεφρό και νεφρόν)
ο νεφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του νεφρός (ὁ), με αλλαγή γένους κατά το πλευρό, ενώ ο πληθ. νεφρά κατά τα ἥπατα. Κατ' άλλη άποψη, πρώτα σχηματίστηκε ο πληθ. νεφρά (κατά το ἥπατα) και μετά, υποχωρητικά, σχηματίστηκε ο ενικός νεφρό (το)].