νεφριακός

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

νεφριακός, -ή, -όν (Μ)
το αρσ. ως ουσ. νεφριακός
αυτός που πάσχει από ασθένεια τών νεφρών, νεφροπαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ιακός (πρβλ. μεσ-ιακός)].