νεωρός

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ὁ, (ναῦς, οὖρος)

   A superintendent of a dockyard, Hsch.: pl., IG12.74.11.

German (Pape)

[Seite 250] ὁ, Aufseher der Schiffe, Schiffswerfte, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νεωρός: ὁ, (ναῦς, ὤρα) ὁ φύλαξ νεωρίου, «νεωριοφύλαξ» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
superintendant des arsenaux.
Étymologie: ναῦς, οὖρος².

Greek Monolingual

νεωρός, ὁ (Α)
επιστάτης, φύλακας του νεωρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νη(F)ωρος (< νᾱFωρος) < ναῦς, νᾶός / νηός «πλοίο» + -(F)ωρός (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ ως β' συνθετικό), πρβλ. θυρ-ωρός, πυλ-ωρός].