νεφοφανής, -ές (Α)αυτός που φαίνεται σαν σύννεφο, που μοιάζει με νέφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νεκρο-φανής].