νεφοφανής

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source

Greek Monolingual

νεφοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν σύννεφο, που μοιάζει με νέφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νεκροφανής].