νίψιμο

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ νίψιμον)
νεοελλ.
πλύσιμο του προσώπου και τών χεριών με νερό
μσν.
1. νερό για πλύσιμο προσώπου και χεριών
2. καλλωπισμός προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω, πρβλ. αόρ. -νιψ-α, + κατάλ. -ιμο].