νηττάριον
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of foreg.,
A duckling, used as a term of endearment, Ar.Pl.1011, Men.1041.
Greek (Liddell-Scott)
νηττάριον: [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ νῆττα, «παπί», «παπάκι», ἐν χρήσει ὡς λέξις τρυφερᾶς ἀγάπης, «παπάκι μου», Ἀριστοφ. Πλ. 1011, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 422.
French (Bailly abrégé)
att. c. νησσάριον.
Greek Monolingual
νηττάριον, τὸ (Α)
(αττ. τ.) βλ. νησσάριον.