τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
ου (τό) :petit canard t. d'amitié.Étymologie: νῆσσα.
νησσάριον: атт. νηττάριον (ᾰ) τό ласк. уточка, птичка Arph.
τό, dim. von νῆσσα, Entchen, Sp., att. νηττάριον.