νομισματοκοπία

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η κοπή νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].