νυκταλωπίασις

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A night-blindness, Orib.Eup.4.18.3.

Greek Monolingual

νυκταλωπίασις, ἡ (Α) νυκταλωπιώ
πάθηση κατά την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς στη διάρκεια της νύχτας.