νυκτοπότιον

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

τό,

   A night-cup, Sm.1 Ki. 26.11.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπότιον: τό, νυκτερινὸν ποτόν, Σύμμαχ. ἐν Π. Δ. (Α΄ Βασιλ. ΚϚ΄ 11).

Greek Monolingual

νυκτοπότιον, τὸ (Α)
ποτό που πίνεται τη νύχτα, νυχτερινό ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ποτόν].