πελεκούδι

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. τεμάχιο κομμένου ξύλου, σχίζα
2. φρ. «θα καεί το πελεκούδι» — θα επακολουθήσει μεγάλη διασκέδαση και ευωχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποκορ. του πελεκούδα].