διασκέδαση
Heraclitus, fr. 101B
Greek Monolingual
η (AM διασκέδασις)
νεοελλ.
1. ψυχαγωγία, τέρψη
2. ευωχία, γλέντι
αρχ.-μσν.
διασπορά, διασκορπισμός.
η (AM διασκέδασις)
νεοελλ.
1. ψυχαγωγία, τέρψη
2. ευωχία, γλέντι
αρχ.-μσν.
διασπορά, διασκορπισμός.