διασκέδαση
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
η (AM διασκέδασις)
νεοελλ.
1. ψυχαγωγία, τέρψη
2. ευωχία, γλέντι
αρχ.-μσν.
διασπορά, διασκορπισμός.