περιθλώ

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-άω, ΝΑ
νεοελλ.
1. ενεργ. προξενώ περίθλαση
2. παθ. περιθλώμαι
(για κύματα) υφίσταμαι περίθλαση
αρχ.
πιέζω κάτι ολόγυρα και το σπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θλῶ «σπάζω»].