-άω, ΝΑνεοελλ.1. ενεργ. προξενώ περίθλαση2. παθ. περιθλώμαι(για κύματα) υφίσταμαι περίθλασηαρχ.πιέζω κάτι ολόγυρα και το σπάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θλῶ «σπάζω»].