[ᾰ], ἡ,
A = πλάδος, Emp.75, Suid.s.v. πλαδαρόν (pl.).
[Seite 623] ἡ, = πλάδος, Empedocl.
πλάδη: ἡ, = πλάδος, Ἐμπεδ. παρὰ Σιπλικ., Σουΐδ. ἐν λέξ. πλαδαρός.
ἡ, Απλάδος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. πλαδῶ].