πλάδος
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ὁ, abundance of fluids, like water-brash, Hp.Epid.1.5, Acut.37, Gland.3, Aret.SD2.6.
German (Pape)
[Seite 623] τό, Nässe, bes. überflüssige Nässe, dadurch bewirkte Schlaffheit, Schwammigkeit, Fäule, Medic.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
humidité ; aquosité, surabondance d'humeurs.
Étymologie: DELG pas d'étym. claire.
Greek (Liddell-Scott)
πλάδος: [ᾰ], ὁ, ἀφθονία ὑγρῶν, σῆψις, «μούχλιασμα», Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 943, πρβλ. 271. 1., 389. 47, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 6.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. αφθονία υγρών, πλεονάζουσα υγρασία
2. σήψη, μούχλιασμα που προκαλείται από την πλεονάζουσα υγρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλαδαρός.