πεταυριστής

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

German (Pape)

[Seite 605] ὁ, der Seiltänzer, petaurista, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και πετευριστής Α πεταυρίζω / πετευρίζομαι]
ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο.